Νομίζετε ότι κλαίμε επειδή δεν έχουμε με τι να ασχοληθούμε ή επειδή θέλουμε να μας δώσετε σημασία. Κι όμως, τις περισσότερες φορές κλαίμε για πολύ συγκεκριμένους –και τελείως άξιους κλάματος- λόγους. Εγώ, για παράδειγμα, μια τυχαία μέρα, κλαίω συνήθως γιατί
- Ξύπνησα.
- Θέλω τη μαμά. Αδιάφορο αν είναι ακριβώς δίπλα μου.
- Δεν θέλω να μου βγάλει τις πιτζάμες. Ποτέ. Για την πάνα, δεν το συζητάω καν.
- Θέλω να μου φορέσει το δεξί παπούτσι στο αριστερό πόδι.
- Έσπρωξα την αδελφή μου.
- Με έσπρωξε κι εκείνη.
- Τα βρήκα με την αδελφή μου.
- Θέλω η μαμά να κάθεται στο χαλί.
- Τα παιχνίδια δεν παίζουν- τα τουβλάκια δεν χωράνε- το αυτοκίνητό μου κόλλησε στην πόρτα και δεν βγαίνει.
- Σφήνωσα κάτω από τραπέζι/καρέκλα/καναπέ και δεν βγαίνω.
- Δεν μπαίνει το ένα παιχνίδι στο κουτί του άλλου (τι πάει να πει δεν είναι το δικό του;)
- Θέλω αυγό. ΤΩΡΑ. (το κλάμα πάει στο τώρα)
- Θέλω γενικά.
- Δεν καταλαβαίνουν τι λέω.
- Δεν καταλαβαίνω τι λέω.
- Με κοίταξε κάποιος στο δρόμο περίεργα.
- Με κοίταξε κάποιος.
- Δεν με κοίταξε κάποιος.
- Δεν θέλω να πάμε σε αυτό το σουπερμάρκετ αλλά στο άλλο.
- Δεν θέλω να πάμε από αυτόν τον δρόμο αλλά από τον άλλο.
- Δεν θέλω να σταματάμε ποτέ με το αυτοκίνητο, ιδίως στα φανάρια.
- Δεν θέλω να πάμε από το ασανσέρ αλλά από τις σκάλες.
- Δεν θέλω γενικά.
- Θέλω αγκαλιά (άσε, ακόμα…).
- Είπα αύριο κι εννούσα χθες.
- Είπα πριν κι ενοούσα μετά.
- Θέλω να έχω πάντα κλειστό το μπουφάν. Και να φοράω και την κουκούλα. Ναι, με ήλιο.
- Έχω ένα ίχνος φαγητού στις άκρες των χειλιών μου.
- Δεν θέλω να κάνω ντους.
- Θέλω να βγάλω μόνος μου τα ρούχα μου.
- Δεν μπορώ να βγάλω μόνος μου τα ρούχα μου.
- Δεν θέλω να κοιμηθώ.
- Θέλω να κοιμηθώ.
Αυτά περίπου, μια οποιαδήποτε μέρα. Τις υπόλοιπες, με τις απαραίτητες προσαρμογές ανάλογα με τα ερεθίσματα. Πάντα στο ίδιο πνεύμα.