Κάπως έτσι ακούγεται στα δικά μου αυτιά το παραμύθι του Χάνσελ και της Γκρέτελ, ένα παραμύθι-ύμνος στην αδελφική αγάπη, στα ζαχαρωτά και σε τίποτα άλλο, που όλα τα νήπια θα πρέπει να ξέρουν…
«Ο Χάνσελ και η Γκρέτελ μεγαλώνουν με την οικογένεια τους σε ένα σπίτι στο δάσος με πολλή αγάπη και λίγο φαγητό- όμως αυτό καθόλου δεν τους πειράζει γιατί είναι και οι δύο μίζεροι στο φαγητό και τους αρέσει που δεν τους κυνηγάνε κάθε λίγο και λιγάκι με το κουτάλι να φάνε. Μια μέρα, οι γονείς τους αποφασίζουν να αφήσουν τα παιδιά μόνα τους στο δάσος προς αναζήτηση καλύτερης τύχης αλλά και για να κάνουν bonding γιατί στο σπίτι όλο τσακώνονται. Τα παιδιά είναι πολύ χαρούμενα που επιτέλους δεν θα χρειάζεται να τρώνε τίποτα, που δεν θα πρέπει να τακτοποιούν τα παιχνίδια τους κάθε βράδυ αλλά και που θα ζουν μόνα τους γιατί είχαν αρχίσει να τους την σπάνε οι γονείς τους.
Όταν, περιπλανώμενοι για ώρες μέσα στο δάσος, φτάνουν σ’ ένα σπίτι φτιαγμένο από γλυκά και ζαχαρωτά, ξενερώνουν απίστευτα γιατί είναι πιο πολύ του αλμυρού αλλά τελικά δοκιμάζουν μια λιχουδιά από το φράκτη ανόρεκτα. Τότε, η ιδιοκτήτρια του σπιτιού, μια γριά που πίστευε για τον εαυτό της ότι ήταν μάγισσα (αλλά απλώς είχε μακριά γκρίζα μαλλιά, μεγάλη μύτη, παλιόρουχα και σκουπόξυλο, εντάξει και καλύβα από ζαχαρωτά, σιγά) τους τιμωρεί επειδή υπάρχει νόμος που δεν επιτρέπει να τρώει κανείς το σπίτι ή μέρος του σπιτιού του άλλου. Κλειδώνει, λοιπόν, τον Χάνσελ σε ένα κλουβί και κάνει τη Γκρέτελ υπηρέτριά της. Το σχέδιο της γριάς που μοιάζει με μάγισσα- αλλά δεν είναι μάγισσα γιατί δεν υπάρχουν μάγισσες, όλοι το ξέρουν αυτό- είναι να παχύνει τον Χάνσελ για να γίνει θρεφτάρι και μετά να φάει και τους δύο μαζί γιατί είχε για γκουρού της τον Χάνιμπαλ Λέκτερ. Ο Χάνσελ δεν καταφέρνει να παχύνει ποτέ γιατί έχει ταινία ενώ η Γκρέτελ προσπαθεί απεγνωσμένα να σκεφτεί ένα σχέδιο απόδρασης.
Μια μέρα λοιπόν, η κακιά μάγισσα που δεν είναι μάγισσα γιατί δεν υπάρχουν μάγισσες αλλά μόνο ανθρωποφάγοι, αποφασίζει ότι ήρθε η στιγμή που θα κάνει το μεγάλο φαγοπότι. Βάζει τη Γκρέτελ να της φτιάξει και μια πίτα γιατί σκέτο κρέας θα τη έγκωνε αλλά την ώρα που προσπαθεί να παγιδέψει τη μικρή για να την κλείσει μέσα στο φούρνο, η Γκρέτελ σκέφτεται πιο γρήγορα και σπρώχνει πρώτη τη γριά στο φούρνο! Τρέχει λοιπόν και ελευθερώνει τον αδερφό της και παίρνοντας τους θησαυρούς της γριάς από τη ζαχαρένια καλύβα γυρνάνε σφαίρα στο σπίτι τους που αυτή τη φορά το βρίσκουν εύκολα, γιατί έτσι. Οι γονείς τους που είχαν στο μεταξύ μετανιώσει –τι να έκαναν οι άνθρωποι, πείναγαν- αλλά όχι ότι είχαν ξεχυθεί και στο δάσος να τους ψάχνουν, υποδέχτηκαν τους θησαυρούς με ανοιχτές αγκάλες, ιδίως όταν είδαν ότι πίσω από τα σακούλια κρύβονταν τα παιδιά τους. Ο Χάνσελ και η Γκρέτελ πέφτουν ανακουφισμένοι στις αγκαλιές των γονιών τους και τους υπόσχονται πως δεν θα τους καταδώσουν στην Πρόνοια με τον όρο ότι δεν θα ξαναμαζέψουν ποτέ τα παιχνίδια τους και ότι αν φτιάξουν καινούριο σπίτι θα είναι μόνο από πίτσα και τηγανιτές πατάτες. Στη χειρότερη, από τοστ. Αν έζησαν, τώρα, αυτοί καλά και εμείς καλύτερα, θα σας γελάσω.»
Σύνδεση του μύθου με την πραγματικότητα: Ναι, μπορεί να έχεις συλλάβει τη μαμά να τρώει κρυφά πατατάκια στην τουαλέτα για να μην τη δεις, αλλά το έκανε μόνο και μόνο γιατί ήθελε να σε αποτρέψει από το να φας περιττό αλάτι, άδειες θερμίδες και τρανς λιπαρά. Και, όχι, ούτε κατά διάνοια, δεν της πέρασε από το μυαλό να σε στείλει στο δάσος, για να έχει όλα τα πατατάκια δικά της. Μόνο στο δίπλα δωμάτιο.